ισοφάρισμα

ισοφάρισμα
το
1. το αποτέλεσμα τού ισοφαρίζω
2. (οικ.) αγορά ή πώληση ίσων ποσοτήτων τών ίδιων ή παρόμοιων εμπορευμάτων ταυτόχρονα σε δύο αγορές, με στόχο την εξουδετέρωση ενδεχόμενης μεταβολής τής τιμής στη μια αγορά από αντίθετη μεταβολή της στην άλλη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”